- βλάχος
- Ολόστεο ψάρι της τάξης των περκομόρφων, της οικογένειας των σερρανιδών. Ονομάζεται επιστημονικά πολυτφίων ο πρηνής.Είναι μεγαλόσωμος (το μήκος του φτάνει τα 2 μ. και το ύψος του τα 70 εκ.), έχει σχήμα ωοειδές και καλύπτεται από αγκαθωτά λέπια. Η ισχυρή κεφαλή του, με κοντό ρύγχος, έχει ευρύ και λοξό στόμα. Τα σαγόνια του (το κάτω είναι μεγαλύτερο από το επάνω) φέρουν δόντια λεπτά, που υπάρχουν επίσης στο ρινικό οστό, στον ουρανίσκο και στη γλώσσα. Τα βραγχικά επικαλύμματα είναι οδοντωτά και ακανθώδη και διασχίζονται από μια ανώμαλη οστεώδη απόφυση. Το ραχιαίο πτερύγιο είναι επίμηκες και ενιαίο,όπου ξεχωρίζουν οι έντεκα αγκαθωτές ακτίνες του πρόσθιου τμήματος. Το εδρικό, όμοιο προς το μαλακό οπίσθιο τμήμα του ραχιαίου, έχει τις τρεις πρώτες αγκαθωτές ακτίνες προεξέχουσες, όπως στο ραχιαίο. Το ουραίο πτερύγιο είναι κουτσουρεμένο στις άκρες. Η βάση των αζύγων πτερυγίων, όπως και των θωρακικών, φέρει λέπια. Το χρώμα του είναι σκούρο, ποικίλης χροιάς και διαβάθμισης, μερικές φορές μεταξύ του λευκού και του μαύρου. Ζει σε μεγάλα βάθη με ανώμαλους βυθούς. Τρέφεται με μαλάκια, καρκινοειδή και μικρά ψάρια. Είναι γνωστός στη Μεσόγειο και εκτιμάται για το νόστιμο κρέας του. Συχνά συγχέεται με τον ροφό, που ανήκει στην ίδια οικογένεια.
* * *ο (θηλ. βλάχα, η) (Μ βλάχος)1. βλαχόφωνος σκηνίτης της ηπειρωτικής Ελλάδας2. βοσκός, τσοπάνης3. χωριάτης, κάτοικος της υπαίθρου4. άξεστος, απολίτιστος χωριάτης.[ΕΤΥΜΟΛ. Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη βλάχοι < (σλαβ.) Vlah < (αρχ. γερμ.) Walh- Volk «λατινόφωνοι < λατ. Volcae, ονομασία που χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να δηλώσει δύο κελτικά φύλα που μιλούσαν τη Λατινική. Ο όρος Volcae από τους γείτονες τους Γερμανούς εξαπλώθηκε ανατολικά στους Σλάβους και δι' αυτών στους Βυζαντινούς, που τον χρησιμοποιούσαν για να χαρακτηρίσουν τους λατινόγλωσσους Βλάχους. Ας σημειωθεί πως ο όρος Βλάχοι συνδέεται ετυμολογικά με το αραβ. φελλάχος].
Dictionary of Greek. 2013.